ἀγεννησία

ἀγεννησία
ἀγεννησίᾱ , ἀγεννησία
uncreatedness
fem nom/voc/acc dual
ἀγεννησίᾱ , ἀγεννησία
uncreatedness
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγεννησίᾳ — ἀγεννησίᾱͅ , ἀγεννησία uncreatedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγεννησία — η (Α ἀγεννησία) (Ν και ιά) [ἀγέννητος] ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα αρχ. κατάσταση που προϋπήρξε τής δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία …   Dictionary of Greek

  • ἀγεννησίας — ἀγεννησίᾱς , ἀγεννησία uncreatedness fem acc pl ἀγεννησίᾱς , ἀγεννησία uncreatedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννησίαι — ἀγεννησίᾱͅ , ἀγεννησία uncreatedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγεννησίαν — ἀγεννησίᾱν , ἀγεννησία uncreatedness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неродьство — НЕРОДЬСТВ|О 1 (4*), А с. Нерождение, нерожденностъ (о БогеОтце): ни о҃цю иступльшю неродьства. имьже роди. ни с҃ну родьства имьже ѿ нероднаго. (τῆς ἀγεννησίας) ГБ XIV, 19г; своиство бо непоступно. како ли своиство пребываѥ(т) поступа˫а и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нерожениѥ — НЕРОЖЕНИ|Ѥ 1 (8), ˫А с. Нерождение, нерожденность (о БогеОтце): тако ѹбо и роженье и нероженье и исходьство три имена дру(г) другу не сица же су(т) по истинѣ. (ἀγεννησία) ГБ XIV, 88г; три исповѣдаемъ своиства своиство бо о҃цю нероженье. с҃ну же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • agenesia — (Del gr. agenesia < a, privativo + genao, engendrar.) ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Imposibilidad de engendrar. SINÓNIMO esterilidad 2 MEDICINA Desarrollo defectuoso de alguna parte del cuerpo. * * * agenesia (del fr. «agénésie», del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • αγέννητος — και γος, η, ο (Α ἀγέννητος, ον) αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει νεοελλ. 1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος 2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη 3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος α) ο διάβολος β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”